- άπτρα
- ηβλ. άφτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἅπτρα — ἅπτρᾱ , ἅπτρα wick of a lamp fem nom/voc/acc dual ἅπτρᾱ , ἅπτρα wick of a lamp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… … Dictionary of Greek
φιτίλι — το, Ν 1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι τής καντήλας» γ. «φιτίλι τής λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα») 2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή… … Dictionary of Greek
φιτρί — το, Ν καντηλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁπτρίν / ἁπτρίον, υποκορ. τού ἅπτρα (< ἅπτω «ανάβω»]. Ο τ. φιτρί έχει προέλθει από τον τ. ἁπτρίν / ἁφτρίν ως εξής: ο τ. ἁφτρίν στον πληθ. με συνεκφορά τού άρθρου έδωσε τ. τἁφτρία, ο οποίος στη συνέχεια… … Dictionary of Greek